υψίθρονος

υψίθρονος
-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑψίθρονος — high throned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίθρονον — ὑψίθρονος high throned masc/fem acc sg ὑψίθρονος high throned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιθρόνοιο — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιθρόνου — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιθρόνων — ὑψίθρονος high throned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίθρονε — ὑψίθρονος high throned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίθρονοι — ὑψίθρονος high throned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψίθρον' — ὑψίθρονα , ὑψίθρονος high throned neut nom/voc/acc pl ὑψίθρονε , ὑψίθρονος high throned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • υψίθωκος — και ύψιθόωκος, ον, Α ὑψίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό θωκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”